- αστερέωτος
- και αστέριωτος, -η, -ο (Μ ἀστερέωτος, -ον)1. εκείνος που δεν στερεώθηκε σε ασφαλή βάση, που δεν στηρίζεται στερεά2. αυτός που δεν μπορεί να στερεωθείμσν.ο άκυρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβάσιστος — η, ο [βασίζω] 1. αυτός που δεν έχει βάση, αθεμελίωτος, αστερέωτος, αστήριχτος, ασταθής 2. αβέβαιος, αμφίβολος 3. επιπόλαιος, άστατος … Dictionary of Greek